επικράτεια

επικράτεια
η (AM ἐπικράτεια) [επικρατής]
εδαφική έκταση στην οποία ασκείται η εξουσία μιας πολιτείας ή ενός άρχοντα («ἄπιμεν... ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας», Ξεν.)
νεοελλ.
«Συμβούλιο τής Επικρατείας» — ανώτατο δικαστήριο για διοικητικές διαφορές, που αποτελεί και συμβουλευτικό όργανο τής κεντρικής διοίκησης
νεοελλ.-μσν.
κράτος, πολιτεία, χώρα που υπάγεται σε ενιαίο διοίκηση («η ελληνική επικράτεια»)
μσν.
ο χρόνος τής εξουσίας κάποιου
αρχ.-μσν.
κυριότητα, εξουσία, κυριαρχία
αρχ.
1. υπεροχή, νίκη («ταῆς Καρχηδονίων ἐπικρατείας», Πολ.)
2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) δύναμη, τάση για επικράτηση, υπερίσχυση
3. φρ. «αἱ κατ’ ἐπικράτειαν δόξαι» — η θεωρία, η δοξασία που επικρατεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπικρατεία — ἐπικρατείᾱ , ἐπικράτεια mastery fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατείᾳ — ἐπικρατείᾱͅ , ἐπικράτεια mastery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικράτεια — mastery fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικράτεια — η 1. χώρα που υπάγεται σε ενιαία εξουσία, το κράτος, η πολιτεία. 2. «Συμβούλιο Επικρατείας», σώμα που απαρτίζεται από νομομαθείς και αποτελεί ανώτατο διοικητικό δικαστήριο και συμβουλευτικό όργανο της κεντρικής διοίκησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπικρατείας — ἐπικρατείᾱς , ἐπικράτεια mastery fem acc pl ἐπικρατείᾱς , ἐπικράτεια mastery fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατείαι — ἐπικρατείᾱͅ , ἐπικράτεια mastery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατειῶν — ἐπικράτεια mastery fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατείαις — ἐπικράτεια mastery fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατείῃ — ἐπικράτεια mastery fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικράτειαι — ἐπικράτεια mastery fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”